lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ακολουθώ στα ουκρανικά

Λέξη:
ακολουθώ (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (24):
відвідати, відвідувати, годинник, дивитися, додержати, додержувати, дотримуватися, замічати, зауважити, зауважувати, пильнувати, помітити, помічати, прослідкувати, простежити, простежувати, розуміти, слід, слідкувати, слідуйте, спостерігайте, спостерігати, стежити, ходити
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ακολουθώ, ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι, ακολουθώ την πεπατημένη, ακολουθώ συνώνυμο, ακολουθώ συνώνυμα, ακολουθώ στα αρχαία, ακολουθώ στα ουκρανικά, відвідати στα ελληνικά
ακολουθώ στα ουκρανικά