lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανέχομαι στα ουκρανικά

Λέξη:
ανέχομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (29):
ведмідь, винести, виносити, витерпіти, витримати, витримувати, дозволяти, допускати, зазнавати, зазнати, засідати, нести, носити, перебувати, перебудьте, перенести, переносити, посидьте, постраждати, потерпати, родити, сидіти, спекулянт, страждайте, страждати, сісти, терпіти, терпіть, уродити
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ανέχομαι, δεν ανέχομαι, ανέχομαι σημασια, ανέχομαι κλιση, ανέχομαι ετυμολογία, ανέχομαι αρχικοι χρονοι, ανέχομαι στα ουκρανικά, ведмідь στα ελληνικά
ανέχομαι στα ουκρανικά