lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αναβολή στα ουκρανικά

Λέξη:
αναβολή (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (12):
відкладання, відстрочення, відстрочка, закон, перерва, поширення, право, продовження, пролонгація, протяг, пільговий, розширення
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά αναβολή, αναβολή συζήτησης προσωρινής διαταγής, αναβολή στρατός, αναβολή στρατού, αναβολή στράτευσης λόγω σπουδών 2013, αναβολή στράτευσης για κοινωνικούς λόγους, αναβολή στα ουκρανικά, відкладання στα ελληνικά
αναβολή στα ουκρανικά