lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανακούφιση στα ουκρανικά

Λέξη:
ανακούφιση (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (6):
допомога, заспокоєння, звільнення, підкріплення, полегшення, розмаїтість
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ανακούφιση, ανακούφιση συνώνυμα, ανακούφιση από ωτίτιδα, ανακούφιση από τσιμπήματα κουνουπιών, ανακούφιση από πόνους περιόδου, ανακούφιση από πόνο στη μέση, ανακούφιση στα ουκρανικά, допомога στα ελληνικά
ανακούφιση στα ουκρανικά