lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανωφελής στα ουκρανικά

Λέξη:
ανωφελής (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (16):
безглуздий, безкорисний, безплідний, безцільний, даремний, зайвий, малокорисний, марний, недійсний, нездійсненний, некорисний, ненавмисний, непотрібний, нуль, нікчемний, ніщо
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ανωφελής, ο ανωφελήσ, ανωφελής κώνωψ, ανωφελής στα ουκρανικά, безглуздий στα ελληνικά
ανωφελής στα ουκρανικά