lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

απειλώ στα ουκρανικά

Λέξη:
απειλώ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (7):
грозити, денонсувати, загрожувати, погроза, схил, погрожувати, обвинуватьте
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά απειλώ, ονειροκριτης απειλώ, απειλώ κλίση, απειλώ english, απαιτώ συνώνυμα, απειλώ στα ουκρανικά, грозити στα ελληνικά
απειλώ στα ουκρανικά