lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

απόθεμα στα ουκρανικά

Λέξη:
απόθεμα (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (18):
басейн, відставання, заощаджувати, запас, запасати, консолідувати, майно, поставити, поставляти, постачання, постачати, резерв, резервуар, резервувати, ресурс, тезаврувати, фонд, холдінг
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά απόθεμα, απόθεμα χρυσού, απόθεμα της βιόσφαιρας, απόθεμα συνώνυμο, απόθεμα παγίου κεφαλαίου, απόθεμα ορισμός, απόθεμα στα ουκρανικά, басейн στα ελληνικά
απόθεμα στα ουκρανικά