αρχιτεκτονικός στα αγγλικά αρχιτεκτονικός στα τσεχική αρχιτεκτονικός στα γερμανικά αρχιτεκτονικός στα δανική αρχιτεκτονικός στα ισπανικά αρχιτεκτονικός στα γαλλικά αρχιτεκτονικός στα ιταλικά αρχιτεκτονικός στα νορβηγικά αρχιτεκτονικός στα ρωσικά αρχιτεκτονικός στα σουηδικά αρχιτεκτονικός στα λευκορωσίας αρχιτεκτονικός στα φινλανδικά αρχιτεκτονικός στα πορτογαλικά αρχιτεκτονικός στα πολωνική
άντρο στα πορτογαλικά δημοτικότητα στα ιταλικά πρωί στα νορβηγικά πρωκτός στα δανική σκελετός στα σουηδικά
σκελετός γραφείου πρωί συνώνυμα δημοτικότητα ορισμός ορθό πρωκτόσ δικταίο άντρο