lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βλάπτω στα ουκρανικά

Λέξη:
βλάπτω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (27):
брак, вада, втрата, віце, замість, збиток, зло, знущання, кривда, кривдити, кривду, лихо, невигода, недолік, несправедливість, ображати, образа, образити, поганий, порок, пошкодження, скривдити, слабшання, травма, ушкодження, хиба, шкода
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά βλάπτω, ρήμα βλάπτω, βλάπτω συνώνυμο, βλάπτω στα αγγλικά, βλάπτω παρακείμενοσ αρχαία, βλάπτω παρακείμενος, βλάπτω στα ουκρανικά, брак στα ελληνικά
βλάπτω στα ουκρανικά