lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γλείφω στα ουκρανικά

Λέξη:
γλείφω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (2):
лижучи, лизати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά γλείφω, γλείφω στα ουκρανικά, лижучи στα ελληνικά
γλείφω στα ουκρανικά