lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γλιστρώ στα ουκρανικά

Λέξη:
γλιστρώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (4):
вилучення, гальмування, ковзання, талон
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά γλιστρώ, γλιστρώ στα ουκρανικά, вилучення στα ελληνικά
γλιστρώ στα ουκρανικά