lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δηλητηρίαση στα ουκρανικά

Λέξη:
δηλητηρίαση (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (6):
інтоксикація, кусати, кусатися, отруєння, укус, укусити
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά δηλητηρίαση, δηλητηρίαση συμπτώματα, δηλητηρίαση εξ ύδατος, δηλητηρίαση από ψάρι, δηλητηρίαση από παρακεταμόλη, δηλητηρίαση από νερό, δηλητηρίαση στα ουκρανικά, інтоксикація στα ελληνικά
δηλητηρίαση στα ουκρανικά