lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διάγραμμα στα ουκρανικά

Λέξη:
διάγραμμα (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (17):
альбом, аркуш, відомість, графік, діаграма, змова, зміст, креслення, креслити, лист, листок, простирадло, розклад, сюжет, таблиця, табулювання, табуляція
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά διάγραμμα, διάγραμμα ροής δεδομένων, διάγραμμα ροής, διάγραμμα περιπτώσεων χρήσης, διάγραμμα οντοτήτων συσχετίσεων, διάγραμμα κλάσεων, διάγραμμα στα ουκρανικά, альбом στα ελληνικά
διάγραμμα στα ουκρανικά