lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διαμαρτύρομαι στα ουκρανικά

Λέξη:
διαμαρτύρομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 13)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (14):
веслування, веслувати, заперечити, заперечувати, лава, мета, низка, предмет, протестувати, ряд, річ, суперечити, умовте, іменник
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά διαμαρτύρομαι, διαμαρτύρομαι συνώνυμα, διαμαρτύρομαι στα αγγλικα, διαμαρτύρομαι κλιση, διαμαρτύρομαι αγγλικά, διαμαρτύρομαι στα ουκρανικά, веслування στα ελληνικά
διαμαρτύρομαι στα ουκρανικά