lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δόνηση στα ουκρανικά

Λέξη:
δόνηση (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (38):
битися, брикати, брикатися, вести, випад, водити, вібрація, глек, деренчання, дрож, коливання, нахил, порив, поштовх, правити, привод, приголомшити, приголомшувати, проїзд, пульс, пульсувати, ривок, смикатися, смикнутися, спонука, струс, трепет, удар, шок, шокувати, штовхан, штовхати, штовхнути, імпульс, інерція, їзда, їздити, їхати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά δόνηση, σεισμική δόνηση, μόνωση αγγλικά, δόνηση τάσης, δόνηση συνώνυμο, δόνηση στα αγγλικά, δόνηση στα ουκρανικά, битися στα ελληνικά
δόνηση στα ουκρανικά