lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ειδικός στα ουκρανικά

Λέξη:
ειδικός (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (9):
екзаменатор, експерт, відомий, знавець, знайомий, кит, обізнаний, спостерігач, фахівець
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ειδικός, ειδικός φόρος κατανάλωσης, ειδικός φόρος ακινήτων, ειδικός λογαριασμός κονδυλίων έρευνας εμπ, ειδικός λογαριασμός κονδυλίων έρευνας απθ, ειδικός λογαριασμός κονδυλίων έρευνας, ειδικός στα ουκρανικά, екзаменатор στα ελληνικά
ειδικός στα ουκρανικά