lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εμπόριο στα ουκρανικά

Λέξη:
εμπόριο (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (10):
збут, комерція, маркетинг, маркетинговий, торгівля, кількість, товари, торгувати, угода, цінності
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά εμπόριο, εμπόριο υφασμάτων, εμπόριο τροφίμων, εμπόριο σιδήρου, εμπόριο ρύπων, εμπόριο οργάνων, εμπόριο στα ουκρανικά, збут στα ελληνικά
εμπόριο στα ουκρανικά