lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιδρομή στα ουκρανικά

Λέξη:
επιδρομή (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (13):
вибух, виверження, вилазка, випад, вторгнення, втручання, лайка, набіг, наліт, наскок, нашестя, окупація, інвектива
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά επιδρομή, επιδρομή των ερούλων, επιδρομή στον πειραιά, επιδρομή στον απόστολο βαρνάβα, επιδρομή στο στρατόπεδο συκουρίου, επιδρομή στο έντεμπε, επιδρομή στα ουκρανικά, вибух στα ελληνικά
επιδρομή στα ουκρανικά