lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εφεύρεση στα ουκρανικά

Λέξη:
εφεύρεση (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (17):
вариво, вигад, вигадка, виготовлення, вимисел, винайдення, винахід, виробництво, грим, карбування, косметика, міф, план, поняття, роман, романс, романтика
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά εφεύρεση, εφεύρεση φωτογραφίας, εφεύρεση του αεροπλάνου, εφεύρεση της τυπογραφίας, εφεύρεση τηλεόρασης, εφεύρεση τηλεφώνου, εφεύρεση στα ουκρανικά, вариво στα ελληνικά
εφεύρεση στα ουκρανικά