lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ζυγαριά στα ουκρανικά

Λέξη:
ζυγαριά (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (6):
вага, вагу, важкість, відання, влада, повноваження
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ζυγαριά, ζυγαριά φαγητού, ζυγαριά σώματος, ζυγαριά μπάνιου τιμη, ζυγαριά μπάνιου lidl, ζυγαριά μπάνιου bosch, ζυγαριά στα ουκρανικά, вага στα ελληνικά
ζυγαριά στα ουκρανικά