lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ηλικιωμένος στα ουκρανικά

Λέξη:
ηλικιωμένος (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (12):
використовується, задній, запізнілий, назад, переплести, переплітати, поношений, підтримати, підтримувати, спина, спинка, старий
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ηλικιωμένος, ηλικιωμένος συνωνυμα, ηλικιωμένος σκύλος, ηλικιωμένος παρασύρθηκε από συρμό του μετρό, ηλικιωμένος ονειροκρίτης, ηλικιωμένος ομογενής μοιράζει επιταγές στους 'ελληνες με υπέρογκα ποσά, ηλικιωμένος στα ουκρανικά, використовується στα ελληνικά
ηλικιωμένος στα ουκρανικά