lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ικανότητα στα ουκρανικά

Λέξη:
ικανότητα (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (43):
акуратність, виріб, вміння, вправність, дар, дієвість, дієздатність, експертиза, ефективність, займатися, звичка, здатність, здібність, зміст, знання, кваліфікація, кваліфікованість, компетентність, компетенція, майстерність, мистецтво, можливість, місткість, наука, ноу-хау, нюх, обдарованість, поліс, політика, потужність, правомочність, придатність, провінція, продуктивність, ремесло, складка, спритність, спроможність, судно, схильність, уміння, факультет, частувати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ικανότητα, ικανότητα συνώνυμο, ικανότητα συγκέντρωσης, ικανότητα πρόσκτησης εσωτερικής γνώσης, ικανότητα προς δικαιοπραξία, ικανότητα δικαιοπραξίας, ικανότητα στα ουκρανικά, акуратність στα ελληνικά
ικανότητα στα ουκρανικά