lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ισημερινός στα ουκρανικά

Λέξη:
ισημερινός (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (12):
вишикувати, вишикуватися, генеалогія, екватор, зморшка, колія, лінія, обрис, риска, ряд, тягнутися, черга
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ισημερινός, ουράνιοσ ισημερινόσ, ισημερινόσ κορέα, ισημερινός χώρα, ισημερινός χρέος, ισημερινός της γης, ισημερινός στα ουκρανικά, вишикувати στα ελληνικά
ισημερινός στα ουκρανικά