lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κάβα στα ουκρανικά

Λέξη:
κάβα (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (8):
льох, льоха, підвал, підстава, погріб, склеп, склепіння, фундамент
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά κάβα, κάβα χάλαρη, κάβα φαίδων, κάβα σείριος, κάβα ποτών, κάβα δροσιά, κάβα στα ουκρανικά, льох στα ελληνικά
κάβα στα ουκρανικά