lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καρδιά στα ουκρανικά

Λέξη:
καρδιά (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (22):
ввезення, ввезти, ввозити, виражати, вміст, задоволений, задоволення, зміст, означати, основа, речовина, серце, серцевина, смакуйте, субстанція, суть, тягар, хребет, ядро, ємність, імпорт, імпортувати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά καρδιά, καρδιά συμπτώματα, καρδιά παραπονιάρα, καρδιά μου πάψε να πονάς, καρδιά μου μην παραπονιέσαι, καρδιά μου καημένη, καρδιά στα ουκρανικά, ввезення στα ελληνικά
καρδιά στα ουκρανικά