lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κατοικώ στα ουκρανικά

Λέξη:
κατοικώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (20):
баріться, віяти, дихніть, жити, залишатися, залишитися, зупинятися, лишатися, лишитися, мешкайте, мешкати, перебування, перебувати, перебудьте, подих, пожити, проживати, хатина, існувати, існуйте
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά κατοικώ, κατοικώ συνώνυμα, κατοικώ στα αγγλικά, κατοικώ ετυμολογία, κατοικώ στα ουκρανικά, баріться στα ελληνικά
κατοικώ στα ουκρανικά