lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κορδόνι στα ουκρανικά

Λέξη:
κορδόνι (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (27):
аркан, вишикувати, вишикуватися, вірьовка, генеалогія, загата, звивати, звити, зморшка, канат, капюшон, колія, кільце, лінія, мотузка, обмотати, обмотка, обмотувати, обрис, пороття, риска, ряд, струна, тягнутися, черга, шнур, шпагат
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά κορδόνι, κορδόνι ποντικοουρά, κορδόνι ορειβατικό, κορδόνι με βελονάκι, κορδόνι λύκρα, κορδόνι κερωμένο, κορδόνι στα ουκρανικά, аркан στα ελληνικά
κορδόνι στα ουκρανικά