lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κουνώ στα ουκρανικά

Λέξη:
κουνώ (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (13):
залийте, махати, помах, потрясати, потрясіть, поштовх, приголомшити, приголомшувати, пустуйте, струс, удар, шок, шокувати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά κουνώ, κουνώ στα ουκρανικά, залийте στα ελληνικά
κουνώ στα ουκρανικά