lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κυνικός στα ουκρανικά

Λέξη:
κυνικός (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (16):
вишикувати, вишикуватися, звання, категорія, клас, класифікувати, оцінити, оцінювати, ранг, розряд, ряд, ступінь, цинічний, чин, шикувати, шикуватися
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά κυνικός, κυνικός φιλόσοφος μένιππος, κυνικός φιλόσοφος, κυνικός συνώνυμο, κυνικός λεξικό, κυνικός διογένης, κυνικός στα ουκρανικά, вишикувати στα ελληνικά
κυνικός στα ουκρανικά