lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κόμβος στα ουκρανικά

Λέξη:
κόμβος (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (11):
апарат, булочка, вузол, заплутаність, клунок, мотузка, одиниця, пучок, підрозділ, ускладнення, установка
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά κόμβος, κόμβος συνώνυμα, κόμβος οδυσσέας, κόμβος νίκαιας, κόμβος ν. ευκαρπίας παρ. ανθοκήπων ια’, κόμβος λεξικά, κόμβος στα ουκρανικά, апарат στα ελληνικά
κόμβος στα ουκρανικά