lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κύλινδρος στα ουκρανικά

Λέξη:
κύλινδρος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (33):
болт, бурун, вал, валик, виток, вітер, завести, заводити, займатися, засув, засувка, звивати, котушка, мотузка, обмотати, обмотка, обмотувати, павутина, павутиння, поворот, похитнутися, рулон, свиток, світок, складка, спіраль, сувій, тікати, утікати, хитатися, хитнутися, циліндр, частувати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά κύλινδρος, κύλινδρος χάρτινος, κύλινδρος του κύρου, κύλινδρος σχεδίων χάρτινος, κύλινδρος σχεδίων, κύλινδρος σιδερώματος, κύλινδρος στα ουκρανικά, болт στα ελληνικά
κύλινδρος στα ουκρανικά