lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λημέρι στα ουκρανικά

Λέξη:
λημέρι (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (13):
анкета, бланк, кушетка, нора, образ, печера, складатися, сформувати, тахта, утворити, утворювати, форма, формувати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά λημέρι, το λημέρι, λημέρι του λύκου, λημέρι θεσσαλονίκη, λημέρι ευρυτανίας, λημέρι στα ουκρανικά, анкета στα ελληνικά
λημέρι στα ουκρανικά