lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μεσολάβηση στα ουκρανικά

Λέξη:
μεσολάβηση (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (9):
втручання, інтервенція, перешкода, посередництво, утручання, штовхання, заступництво, клопотання, шефство
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά μεσολάβηση, μεσολάβηση συνώνυμο, μεσολάβηση και διαιτησία, δικαστική μεσολάβηση, διαπολιτισμική μεσολάβηση, μεσολάβηση στα ουκρανικά, втручання στα ελληνικά
μεσολάβηση στα ουκρανικά