lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μηχάνημα στα ουκρανικά

Λέξη:
μηχάνημα (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (24):
автомобіль, апарат, вагон, верстат, двигун, екіпаж, завод, знаряддя, кар, каркас, корпус, лава, лавка, лавочка, махина, машина, механізм, перевезення, працює, прилад, рама, рушій, станок, інструмент
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά μηχάνημα, μηχάνημα κοιλιακών ab doer, μηχάνημα κοιλιακών, μηχάνημα καπνού, μηχάνημα ενεργής θεραπευτικής κίνησης, μηχάνημα εμφιάλωσης χειρός, μηχάνημα στα ουκρανικά, автомобіль στα ελληνικά
μηχάνημα στα ουκρανικά