lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μπέικον στα ουκρανικά

Λέξη:
μπέικον (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (4):
бекон, цятка, сторона, сало
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά μπέικον, μπέικον φράνσις, μπέικον συνταγές, μπέικον στο φούρνο, μπέικον με δαμάσκηνα, μπέικον με αυγά, μπέικον στα ουκρανικά, бекон στα ελληνικά
μπέικον στα ουκρανικά