lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μόριο στα ουκρανικά

Λέξη:
μόριο (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (7):
вкушений, корпускула, крихта, фракція, частинка, частка, шматочок
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά μόριο, μόριο χλωροφύλλης, μόριο φυσική, μόριο υδρογόνου, μόριο του θεού, μόριο σιδήρου, μόριο στα ουκρανικά, вкушений στα ελληνικά
μόριο στα ουκρανικά