lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

οικογένεια στα ουκρανικά

Λέξη:
οικογένεια (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (32):
будинковий, будинок, будівля, вид, встановлення, господарство, добрий, домашній, доме, домівка, домівку, дім, жилий, житло, заклад, заснування, затишний, колонія, мешкання, оселя, поселення, родина, родинний, різновид, сорт, споруда, сімейний, сімейство, тип, установа, установлення, хатній
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά οικογένεια, οικογένεια χωραφά, οικογένεια τοτ, οικογένεια της συμφοράς, οικογένεια στεργίου, οικογένεια σοφιανού, οικογένεια στα ουκρανικά, будинковий στα ελληνικά
οικογένεια στα ουκρανικά