lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

οχυρό στα ουκρανικά

Λέξη:
οχυρό (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (14):
витривалість, концентрація, могутність, міцність, міць, наполегливість, потенція, сердечність, сила, твердиня, фортецю, фортеця, цитадель, чіпкість
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά οχυρό, οχυρό του ρούπελ, οχυρό ρούπελ χάρτης, οχυρό ρούπελ επίσκεψη, οχυρό ρούπελ, οχυρό νυμφαίας, οχυρό στα ουκρανικά, витривалість στα ελληνικά
οχυρό στα ουκρανικά