lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πανέρι στα ουκρανικά

Λέξη:
πανέρι (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (9):
гальмувати, загальмувати, комплект, корзина, кошик, набір, набор, обмундирування, спорядження
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά πανέρι, ψάθινο πανέρι, κυπριακό πανέρι, πανέρι στα ουκρανικά, гальмувати στα ελληνικά
πανέρι στα ουκρανικά