lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

περιβόλι στα ουκρανικά

Λέξη:
περιβόλι (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (21):
адвокатура, бар, брусок, буфет, випробовування, випробування, заборонити, забороняти, закон, зливок, кенгуру, плитка, право, сад, смуга, спробний, суд, судочинство, трибунал, форум, іспит
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά περιβόλι, περιβόλι του τρελού, περιβόλι του ουρανού, περιβόλι της παναγίας, περιβόλι ναύπλιο, περιβόλι δομοκού, περιβόλι στα ουκρανικά, адвокатура στα ελληνικά
περιβόλι στα ουκρανικά