lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

περιορισμός στα ουκρανικά

Λέξη:
περιορισμός (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (11):
властивість, кваліфікація, лімітування, межа, обмеження, обмежити, обмежувати, стрибати, стрибнути, стрибок, якість
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά περιορισμός, περιορισμός του αιτήματος της αγωγής, περιορισμός ταχύτητας internet σε wifi, περιορισμός συνώνυμο, περιορισμός προσλήψεων, περιορισμός ποσού αγωγής, περιορισμός στα ουκρανικά, властивість στα ελληνικά
περιορισμός στα ουκρανικά