lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πηγαίνω στα ουκρανικά

Λέξη:
πηγαίνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (9):
виховати, виховувати, відвідати, відвідувати, заохотити, заохотьте, заохочувати, ходити, вести
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά πηγαίνω, πηγαίνω χρόνοι, πηγαίνω συνώνυμα, πηγαίνω στο νηπιαγωγείο, πηγαίνω στα γαλλικά, πηγαίνω σε τόπους που μου θυμίζουν μια παιδική μου ζωγραφιά, πηγαίνω στα ουκρανικά, виховати στα ελληνικά
πηγαίνω στα ουκρανικά