lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πρωταθλητής στα ουκρανικά

Λέξη:
πρωταθλητής (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (19):
адвокат, берегти, бригадир, варта, виконроб, виробник, вождь, віруючий, захисник, маестро, майстер, майстре, оберігати, оборонець, охорона, охороняти, пильнувати, творець, чемпіон
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά πρωταθλητής, πρωταθλητής στο σκάκι από το 1985 έως το 1993, πρωταθλητής ο ολυμπιακός, πρωταθλητής μπάσκετ 2012, πρωταθλητής καλλιθέας, πρωταθλητής εφημερίδα τηλέφωνο, πρωταθλητής στα ουκρανικά, адвокат στα ελληνικά
πρωταθλητής στα ουκρανικά