lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πρόσφυγας στα ουκρανικά

Λέξη:
πρόσφυγας (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (7):
біженець, емігрант, утікач, відщепенець, втікач, легковажно, дезертир
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά πρόσφυγας, πρόσφυγασ κλέφτικο, πρόσφυγασ ετυμολογία, πρόσφυγασ ή μετανάστησ, πρόσφυγασ active member, πρόσφυγας στίχοι, πρόσφυγας στα ουκρανικά, біженець στα ελληνικά
πρόσφυγας στα ουκρανικά