lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ράφι στα ουκρανικά

Λέξη:
ράφι (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (17):
борт, вішалка, дошка, каструля, колегія, комітет, кромка, пан, полиця, полку, правління, підставка, рада, стелаж, управління, шельф, язичество
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ράφι, ράφι τοίχου, ράφι στα αγγλικά, ράφι μπαχαρικών, ράφι μπάνιου, ράφι με συρτάρι, ράφι στα ουκρανικά, борт στα ελληνικά
ράφι στα ουκρανικά