lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ρεύμα στα ουκρανικά

Λέξη:
ρεύμα (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (13):
вихід, вхід, галерея, коридор, макака, плин, прийняття, проходження, прохід, струм, тенор, течію, течія
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ρεύμα, ρεύμα χωρίς δεη, ρεύμα του κόλπου, ρεύμα στα αγγλικά, ρεύμα πολιτών εορδαίας, ρεύμα νυχτερινό, ρεύμα στα ουκρανικά, вихід στα ελληνικά
ρεύμα στα ουκρανικά