lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σκάφος στα ουκρανικά

Λέξη:
σκάφος (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (20):
апарат, банкір, блюдо, виріб, замок, корабел, корабель, крейсер, одиниця, посуд, посудина, підрозділ, ремесло, садовод, спритність, стілець, судно, табурет, табуретка, установка
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά σκάφος, σκάφος του λιμενικού συγκρούστηκε με τουρκική ακταιωρό, σκάφος με καμπίνα, σκάφος λιάγκα, σκάφος κωστόπουλου, σκάφος καμμένου, σκάφος στα ουκρανικά, апарат στα ελληνικά
σκάφος στα ουκρανικά