lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σκιαγραφώ στα ουκρανικά

Λέξη:
σκιαγραφώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (11):
змалюйте, зображати, зображувати, зобразити, зобразіть, малювати, обрисовувати, окреслити, окреслювати, описати, описувати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά σκιαγραφώ, σκιαγραφώ συνώνυμο, σκιαγραφώ συνώνυμα, σκιαγραφώ ορισμός, σκιαγραφώ στα ουκρανικά, змалюйте στα ελληνικά
σκιαγραφώ στα ουκρανικά