lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στυλό στα ουκρανικά

Λέξη:
στυλό (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (14):
ведучий, верх, верхній, вершина, вищий, клинок, лезо, найвищий, перо, плюмаж, провідний, ручка, травинка, шпиль
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά στυλό, στυλό κάμερα, στυλό διαρκείας, στυλό αόρατης γραφής με φως uv, στυλό swarovski, στυλό parker, στυλό στα ουκρανικά, ведучий στα ελληνικά
στυλό στα ουκρανικά