lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συμπίεση στα ουκρανικά

Λέξη:
συμπίεση (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (37):
варення, виводок, вхопити, давка, джем, затискати, затискувати, затиснути, ковток, компресія, контрактація, нагальний, настійний, натиск, натиснення, невідкладний, прищикнути, прищикувати, прищипнути, прищипувати, скорочення, скорочування, спішний, стиск, стискання, стискати, стискувати, стиснення, стиснути, схопити, тиск, укус, ухопити, ухопитися, ущипнути, шматок, щипати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά συμπίεση, συμπίεση φωτογραφιών, συμπίεση του νωτιαίου μυελού, συμπίεση εικόνων, συμπίεση εικόνας, συμπίεση δεδομένων, συμπίεση στα ουκρανικά, варення στα ελληνικά
συμπίεση στα ουκρανικά